Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σκούπα

См. также в других словарях:

  • σκούπα — η, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού φυτού Sorghum scoparium τού γένους σόργο, αλλ. σκουπόχορτο 2. εργαλείο ή συσκευή για την απομάκρυνση τής σκόνης και τών απορριμμάτων, το σάρωθρο 3. φρ. α) «ηλεκτρική σκούπα» τεχνολ. οικιακή ηλεκτρική συσκευή που… …   Dictionary of Greek

  • σκούπα — η (λ. λατ.) 1. είδος φυτού. 2. μέσο με το οποίο σκουπίζουμε: Αγόρασε μια ηλεκτρική σκούπα για τη γυναίκα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκούπα, Γιόζεφ — (Skupa). Τσεχοσλοβάκος ηθοποιός, σκηνοθέτης και σκηνογράφος κουκλοθέατρου (1892 1957). Άρχισε τη σταδιοδρομία του το 1916 ως σκηνογράφος στο θέατρο μαριονέτας του Πίλσεν. Το 1930 οργάνωσε στην ίδια πόλη το «θέατρο των Σπέιμπλ και Γκουρβίνεκ», που …   Dictionary of Greek

  • μυλήκορον — μυλήκορον, τὸ (Α) 1. σκούπα για καθαρισμό μύλου 2. (γενικά) σκούπα, σάρωθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κόρος «σκούπα»] …   Dictionary of Greek

  • καλλονάριον — καλλονάριον, τὸ (Α) σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλονή. Παρόμοιες ονομασίες για τη σκούπα είναι οι κάλλυνθρον*, κάλλυντρον*] …   Dictionary of Greek

  • σάρωθρο — το / σάρωτρον, ΝΜ η σκούπα νεοελλ. φρ. α) «ηλεκτρικό σάρωθρο» απορροφητήρας, ηλεκτρική σκούπα β) «μηχανικό σάρωθρο» τεχνολ. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών οδοστρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαρῶ( ώνω) + επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • σκουπίζω — Ν [σκούπα] 1. καθαρίζω με τη σκούπα το έδαφος ή το δάπεδο από τα σκουπίδια ή από τη σκόνη, σαρώνω, φροκαλίζω («σκούπισα την αυλή») 2. αφαιρώ την ακαθαρσία ή την υγρασία από μια επιφάνεια αντικειμένου, σφουγγίζω (α. «σκουπίζω τα τζάμια» β.… …   Dictionary of Greek

  • σκουπόξυλο — το, Ν 1. μακρύ λεπτό ξύλο στην άκρη τού οποίου στερεώνεται η σκούπα 2. φρ. «θα μάς πάρουν [ή θα μάς δείρουν] με τα σκουπόξυλα» θα μάς διώξουν κακήν κακώς, θα μάς προγκίξουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούπα + ξύλο] …   Dictionary of Greek

  • σκουπόσπορος — ο, Ν ο σπόρος τού φυτού σκούπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούπα + σπόρος] …   Dictionary of Greek

  • σκουπόχορτο — το, Ν 1. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού σκούπα 2. ο θύσανος τού φυτού αυτού, με τον οποίο κατασκευάζονται οι σκούπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούπα + χόρτο] …   Dictionary of Greek

  • τσαλόσκουπα — η, Ν σκούπα κατασκευασμένη από κλαδιά θαμνώδους φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσαλί «φρύγανο, θάμνος» + σκούπα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»